- σουλφανιλαμίδη
- η, Νχημ. παλαιότερη ονομασία τού σουλφανιλαμιδίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfanilamide < sulfanil-ic (βλ. λ. σουλφανιλικός) + amide «αμίδιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουλφαγουανιδίνη — η, Ν (φαρμ.) είδος σουλφαμίδης που χρησιμοποιείται για τη βακτηριοστατική δράση της στο επίπεδο τού εντέρου, στη θεραπεία βακιλλικών δυσεντεριών, κολίτιδας, εντερίτιδας, διάρροιας κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
σουλφαδιαζίνη — η, Ν (φαρμ.) είδος ημιβραδείας σουλφαμίδης που χρησιμοποιείται για την θεραπευτική αγωγή μικροβιακών μολύνσεων οξείας και υποξείας μορφής, ιδίως εκείνων που αφορούν το ουρογεννητικό και γαστρεντερικό σύστημα, και δρα ιδίως εναντίον τού… … Dictionary of Greek
σουλφανιλαμίδιο — το, Ν (χημ. φαρμ.) αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, αμίδιο τού σουλφανιλικού οξέος, γνωστή παλαιότερα και ως σουλφανιλαμίδη, η πρώτη σουλφαμίδη τής οποίας αναγνωρίστηκε η αντιμικροβιακή δράση και που αποτελεί την πατρική ένωση από την οποία… … Dictionary of Greek
Ντόμαγκ, Γκέρχαρντ — (Gerhard Domagk, Λάγκοβ Μπράντενμπουργκ 1895 – Μπούργκμπεργκ 1964). Γερμανός παθολόγος και μικροβιολόγος. Καθηγητής της γενικής παθολογίας στο Μίνστερ (1928), διηύθυνε κατόπιν ως ερευνητής (1945) το Ινστιτούτο πειραματικής παθολογίας και… … Dictionary of Greek